ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra
εὔειρος και αττ. τ. εὔερος, -ον (Α)αυτός που έχει καλό έριο, μαλλί, ο βαθύμαλλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + είρος «μαλλί»].