ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
εἶρος, το (Α)1. έριο2. γναφάλλιον3. είδος πυρετού.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έριο].