εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν → blessed are You, o Christ Our God
ἐτυμηγόρος, -ον (Α)αυτὸς που λέει την αλήθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμος «αληθινός» + -αγόρος (< αγορεύω), πρβλ. δημ-ηγόροςτο η λόγω της συνθέσεως].