ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest
εὐηφενής, -ές (Α)εύπορος, πλούσιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άφενος (το) «πλούτος»].