ευδιοίκητος
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
Greek Monolingual
εὐδιοίκητος, -ον (Α)
1. αυτός που αφομοιώνεται ή χωνεύεται εύκολα («τροφῆς... εὐδιοικήτου... καὶ εὐστομάχου», Γαλ.)
2. ο καλά τακτοποιημένος
3. το αρσ. ως κολακευτικός όρος προσφωνήσεως («εὐδιοίκητε Εὔπορε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διοικητος (< διοικώ), πρβλ. α-διοίκητος, δυσ-διοίκητος, πολυ-διοίκητος].