ευμετάβλητος
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐμετάβλητος, -ον)
1. αυτός που μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται εύκολα, μεταβλητός, ασταθής
2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβλητο(ν)
η ευμεταβλησία (α. «το ευμετάβλητο του χαρακτήρα» β. «τῆς τύχης τὸ εὐμετάβλητον», Αίσωπ.)
αρχ.
(για τροφή) εύπεπτος, ευκολοχώνευτος.
επίρρ...
ευμεταβλήτως (ΑΜ εὐμεταβλήτως)
με τρόπο που μεταβάλλεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-βλητός (< μεταβάλλω)].