εὔπρακτος και ιων. τ. εὔπρηκτος, -ον (Α)1. αυτός που πράττεται εύκολα2. ευπραγής, ευτυχής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πρακτος (< πράσσω), πρβλ. ά-πρακτος].