ευρεσίτεχνος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὑρεσίτεχνος, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευρεσίτεχνο
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
αρχ.
αυτός που ανακαλύπτει τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω) -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν-τεχνος, κακό-τεχνος).