Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
-η, -ο (Α εὑρεσίτεχνος, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευρεσίτεχνο
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
αρχ.
αυτός που ανακαλύπτει τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω) -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν-τεχνος, κακό-τεχνος).