έχερη

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και όχερη, η
το μέρος του αρότρου που κρατά ο γεωργός για να κατευθύνει το ζευγάρι, η εχέτλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + χέρι (< χέρι-ον, υποκορ. του αρχ. χειρ, χειρός)].