εφυαλώνω

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

επιχρίω μετάλλινα ή πήλινα σκεύη με υαλώδες επίχρισμα, σμαλτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑαλώνω (< ὕαλος) διάφορο του εμ-φιαλ-ώνω (< φιάλη)].