ἐφίερος

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

German (Pape)

[Seite 1118] ἡ, ein Kuchen zum Opfergebrauch, Poll. 6, 76.

Greek Monolingual

ἐφίερος, -ον (Α)
1. είδος ψωμιού, πλακούντας, πίτα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφίερον
α) ιερός άρτος
β) θρησκευτική ποινή, επιτίμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱερός.