-ή, -ό ζευγαρώνω1. αυτός που αποτελεί ζεύγος με κάποιον άλλον, ο ζευγαρωμένος2. το ουδ. ως ουσ. το ζευγαρωτότο ζευγάρι. επίρρ...ζευγαρωτάανά δύο.