ζυγητή
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
ζυγητή: ἡ, «κλεὶς» Ἡσύχ.
ζυγητή, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ κλείς», το κλειδί.