[Seite 1149] ἡ, s. ἡγεμονία.
ἡγεμονεία: ἡμαρτημ. τύπος ἀντὶ ἡγεμονία.
ἡγεμόνεια, ἡ (Α)θηλ. του Ηγεμονεύς.[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του ηγεμον-εύς (πρβλ. ιερ-εύς, ιέρ-εια)].