ἡγεμονεία

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

German (Pape)

[Seite 1149] ἡ, s. ἡγεμονία.

Russian (Dvoretsky)

ἡγεμονεία: ἥ v. l. = ἡγεμονία.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγεμονεία: ἡμαρτημ. τύπος ἀντὶ ἡγεμονία.

Greek Monolingual

ἡγεμόνεια, ἡ (Α)
θηλ. του Ηγεμονεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του ηγεμον-εύς (πρβλ. ιερεύς, ιέρεια)].