ἡμιονίς

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

German (Pape)

[Seite 1169] ίδος, ἡ, Mauleselmist, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιονίς: -ίδος, ἡ, κόπρος ἡμιόνου, ὡς τὸ ἡμιονεία, Ἱππ. 583. 28˙ πρβλ. ὀνίς.

Greek Monolingual

ἡμιονίς, -ίδος, ἡ (Α) ημίονος
η κοπριά του μουλαριού.