ἡμιλοχία

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ἡ,

   A half-λόχος, Suid. s.v. διμοιρίτης:—also ἡμι-λόχιον, τό, Ascl.Tact.2.2, Ael. Tact.5.2.

German (Pape)

[Seite 1168] ἡ, Suid. = ἡμιλόχιον, τό, halber Lochos, Ael. Tact. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιλοχία: ἡ, ἥμισυς λόχος˙ ὡσαύτως ἡμιλόχιον, τό, Αἰλ. Τακτ. 5.

Greek Monolingual

ἡμιλοχία, ἡ (Α)
στρ. μισός λόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -λοχία (< λόχος), πρβλ. δι-λοχία].