ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
ἡμίπεπτος, -ον (Α)1. κατά το ήμισυ ώριμος, μισογινωμένος2. μισοχωνεμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πεπτος < πέσσω, πρβλ. ά-πεπτος, εύ-πεπτος].