ημίφαυστος
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
ἡμίφαυστος, -ον (Α)
αυτός που φέγγει κατά το ήμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φαυστος (< φαυσ-τός, με -σ- υστερογενές < θ. φαF- του ρηματικού τ. φάε «έλαμψε»)].