ημίφαυστος
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek Monolingual
ἡμίφαυστος, -ον (Α)
αυτός που φέγγει κατά το ήμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φαυστος (< φαυσ-τός, με -σ- υστερογενές < θ. φαF- του ρηματικού τ. φάε «έλαμψε»)].