τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
ἠπιόμυθος, -ον (Α)αυτός που μιλάει ήπια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -μύθος (< μύθος), πρβλ. γλυκύ-μυθος, εύ-μυθος].