οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here
ηη μυρωδιά του θαλασσινού νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. -άδα (πρβλ. αμαξ-άδα, βαρκ-άδα)].