ἠπιόχειρ, ὁ, ἡ και ἠπιόχειρος, -ον (Α)αυτός, του οποίου το χέρι χαρίζει κατευνασμό και γαλήνη («ἠπιόχειρ Ἀπόλλων»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + χειρ].