θεσμοθέτιον
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
German (Pape)
[Seite 1203] τό, v. l. für θεσμοθετεῖον od. θεσμοθέσιον.
Greek Monolingual
θεσμοθέτιον, τὸ (Α) θεσμοθέτης
βλ. θεσμοθετείον.