πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
θράττω: Ἀττ. ἀντὶ θράσσω.
att. p. θράσσω.
θράττω (Α)(αττ. τ.) βλ. θράσσω.[ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του θράσσω].