θρομβίον

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Greek (Liddell-Scott)

θρομβίον: τό, ὑποκορ. τοῦ θρόμβος, ὡς τὸ προηγ., Διοσκ. 6. 25.

Greek Monolingual

θρομβίον, τὸ (Α)
μικρός θρόμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θρόμβος].