θολίτης

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο
(ενν. λίθος) καθένας από τους σφηνοειδείς λίθους που απαρτίζουν έναν θόλο ή μια αψίδα, αλλ. αψιδόλιθος και θολόλιθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 σε έγγραφα της Εταιρείας Σιδηροδρόμων στην εφημερίδα Ακρόπολις].