Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
θυμοτολμία, ἡ (Μ)τόλμη της ψυχής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -τολμία (< -τολμος< τόλμη), πρβλ. α-τολμία, ευ-τολμία].