ιαματικός

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἰαματικός, -ή, -όν) ίαμα
αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στη θεραπεία, αυτός που έχει θεραπευτικές ιδιότητες (α. «ιαματικά λουτρά» β. «φάρμακον ιαματικόν»)
νεοελλ.-μσν.
(για αγίους) ο θεραπευτής, ο θαυματουργός («τῶν ἁγίων ἐνδόξων και ἰαματικών Ἀναργύρων»).
επίρρ...
ιαματικώς και -ά
με θεραπευτικό τρόπο, θεραπευτικώς.