θεραπευτής

English (LSJ)

θεραπευτοῦ, ὁ
A one who serves the gods, worshipper, θεραπευτὴς Ἄρεως, θεραπευτὴς θεῶν, Pl.Phdr.252c, Lg.740c; ὁσίων τε καὶ ἱερῶν ib.878a; τοῦ καλοῦ Ph.1.261; οἱ θεραπευταί = worshippers of Sarapis or Isis, UPZ8.19 (ii B.C.), IG11(4).1226 (Delos, ii B.C.); title of play by Diphilus, ib.2.992ii9; name of certain ascetics, Ph.2.471; θεραπευτὴς ὁσιότητος, of the followers of Moses, ib.177.
2 one who serves a great man, courtier, οἱ ἀμφὶ τὸν πάππον θεραπευταί X.Cyr.1.3.7.
II one who attends to anything, c. gen., σώματος Pl.Grg. 517e; τῶν περὶ τὸ σῶμα Id.R. 369d.
2 medical attendant, τῶν καμνόντων ib.341c.

German (Pape)

[Seite 1199] ὁ, der Diener, der Aufwartende; οἱ ἀμφὶ τὸν πάππον θεραπευταί Xen. Cyr. 1, 3, 7; οἱ περὶ τὸ ἑαυτοῦ σῶμα θεραπευτῆρες 7, 5, 65, wie Archyt. bei Ath. XII, 545 a; übh. Gefolge, Plut. Lyc. 11; der Wärter, Pfleger, σώματος Plat. Gorg. 517 e, τῶν καμνόντων Rep. I, 341 c; auch θεῶν καὶ γένους.καὶ πόλεως, der sie ehrt, Legg. V, 740 b, wie ὅσοι Ἄρεως θεραπευταί, Diener des Ares, Phaedr. 252 c, an das homerische θεράποντες Ἄρηος erinnernd. – Bei K. S. von den Mönchen u. Asketen.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. θεραπευτήρ.

Russian (Dvoretsky)

θερᾰπευτής: οῦ ὁ
1 почитатель, поклонник, тж. священнослужитель, служитель (θεῶν Plat.);
2 пекущийся, строгий исполнитель (ὁσίων τε καὶ ἱερῶν Plat.);
3 слуга, прислужник, придворный, член свиты (Ἄρεως Plat.; οἱ ἀμφί τινα θεραπευταί Xen.);
4 ухаживающий, заботящийся (σώματος Plat.): θ. τῶν καμνόντων Plat. ухаживающий за больными или лечащий больных.

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰπευτής: -οῦ, ὁ, ὁ τοὺς θεοὺς ὑπηρετῶν, λατρεύων, λάτρις, θ. Ἄρεως, θεῶν Πλάτ. Φαίδρ. 252C, Νόμ. 740B· ὁσίων τε καὶ ἱερῶν αὐτόθι 878A· - οἱ θεραπευταί, ἱερεῖς τῆς Ἴσιδος ἐν Δήλῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2295, πρβλ. 2293· παρὰ Φίλωνι καὶ τοῖς Ἐκκλ. ὄνομα διδόμενον εἴς τινας ἀσκητάς. 2) ὁ ὑπηρετῶν ἢ περιποιούμενος ἄνδρα ὑψηλῆς περιωπῆς, οἱ ἀμφὶ σὸν πάππον θ. Ξεν. Κύρ. 1. 3, 7. ΙΙ. ὁ περιποιούμενος πρᾶγμά τι, ἐπιμελῶς φροντίζων περί τινος, μ. γεν., τοῦ σώματος Πλάτ. Γοργ. 517E· τῶν περὶ τὸ σῶμα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 369D. 2) ὁ ἐπιμελούμενος τῶν ἀσθενῶν, τῶν καμνόντων αὐτόθι 341C· ἀπολ., ἰατρός, Ἰουστῖν. Μάρτ. ἐν Ἀπολ. 1. 21, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 14, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. θεραπεύτρια (AM θεραπευτής, θηλ. θεραπεύτρια) θεραπεύω
αυτός που περιποιείται, που θεραπεύει ασθενείς
νεοελλ.
αυτός που θεραπεύει ασθενείς χωρίς φάρμακα ή ιατρικά όργανα αλλά με υποβολή ή ξόρκια
αρχ.
1. αυτός που λατρεύει τους θεούς ή τον θεό («θεραπευτὴς ὁσίων τε καὶ ἱερῶν», Πλάτ.)
2. αυτός που υπηρετεί άνδρα με υψηλό αξίωμα («τοῖς ἀμφὶ τον πάππον θεραπευταῖς», Ξεν.)
3. αυτός που φροντίζει με επιμέλεια για κάτι («θεραπευτήν εἴναι τοῦ σώματος», Πλάτ.)
4. φρ. «θεραπευταὶ ὁσιότητος» — οι οπαδοί του Μωυσή
5. στον πληθ. οί θεραπευταί
α) οι λάτρεις του Σαράπιδος ή της Ίσιδος
β) ως κύριο όν. τίτλος έργου του Διφίλου.

Greek Monotonic

θεραπευτής: -οῦ, ὁ,
I. 1. αυτός που υπηρετεί τους θεούς, πιστός, λάτρης, σε Πλάτ.
2. κάποιος που υπηρετεί άνδρα υψηλής περιωπής, αυλικός, σε Ξεν.
II. αυτός που περιποιείται κάποιο πράγμα, με γεν., σε Πλάτ.

Middle Liddell

θερᾰπευτής, οῦ,
I. one who serves the gods, a worshipper, Plat.
2. one who serves a great man, a courtier, Xen.
II. one who attends to anything, c. gen., Plat.

English (Woodhouse)

worshipper, one who looks after anything, one who ministers at a temple, one who waits on the sick