θυρσοφορία

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ἡ,

   A bearing of the thyrsus, Plu.2.671e.

German (Pape)

[Seite 1228] ἡ, das Thyrsustragen, Plut. Symp. 4, 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοφορία: ἡ, τὸ φέρειν τὸν θύρσον, Πλούτ. 2. 671Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de porter un thyrse.
Étymologie: θυρσοφόρος.

Greek Monolingual

θυρσοφορία, ἡ (Α) θυρσοφόρος
το να κρατά κάποιος θύρσο κατά τις διονυσιακές τελετές.