θυρσοφορία

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσοφορία Medium diacritics: θυρσοφορία Low diacritics: θυρσοφορία Capitals: ΘΥΡΣΟΦΟΡΙΑ
Transliteration A: thyrsophoría Transliteration B: thyrsophoria Transliteration C: thyrsoforia Beta Code: qursofori/a

English (LSJ)

ἡ, bearing of the thyrsus, Plu.2.671e.

German (Pape)

[Seite 1228] ἡ, das Thyrsustragen, Plut. Symp. 4, 6, 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de porter un thyrse.
Étymologie: θυρσοφόρος.

Russian (Dvoretsky)

θυρσοφορία:несение тирса Plut.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοφορία: ἡ, τὸ φέρειν τὸν θύρσον, Πλούτ. 2. 671Ε.

Greek Monolingual

θυρσοφορία, ἡ (Α) θυρσοφόρος
το να κρατά κάποιος θύρσο κατά τις διονυσιακές τελετές.