τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
θυρσῶ, -όω (Α) θύρσος
χρησιμοποιώ κάτι ως θύρσο, περιβάλλω κάτι με φύλλα σαν θύρσο, μεταβάλλω σε θύρσο («λόγχαι τεθυρσωμέναι», Διόδ. Σικ.).