οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
ἱεράζω, βοιωτ. τ. ἱαρειάδδω (Α) ιερόςυπηρετώ ως ιερέας.