-ίδιον
φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
Greek Monolingual
υποκορ. κατάλ. της Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή -ίδι (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς - επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ-ίδιο, κρατ-ίδιο, μαχαιρ-ίδιο, ξιφ-ίδιο, ογκ-ίδιο, οζ-ίδιο, οφ-ίδιο, σφαιρ-ίδιο, τριχ-ίδιο, φιαλ-ίδιο, χοιρ-ίδιο κ.ά.) και σε υβριστικούς ή υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς προσώπων θηλυκού γένους (πρβλ. πορν-ίδιο, γρα-ΐδιο). Η κατάληξη χρησιμοποιήθηκε στις ευρωπαϊκές γλώσσες με τις μορφές -ide και -idium, για τον σχηματισμό επιστημονικών όρων, και επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειο. Απαντά κυρίως: 1) Σε όρους της χημείας και της βιοχημείας για να δηλώσει: α) χημικά στοιχεία (πρβλ. ιρ-ίδιο, ρουβ-ίδιο)
β) διάφορες οργανικές ή ανόργανες ενώσεις (πρβλ. αμ-ίδιο, αρσεν-ίδιο, γλυκ-ίδιο, ιωδ-ίδιο, καρβ-ίδιο, σουλφ-ίδιο, χλωρ-ίδιο)
γ) ειδικότερα, σε προϊόντα υποκατάστασης ορισμένων υδρογονανθράκων (πρβλ. αιθυλοϊωδ-ίδιο, αιθυλοχλωρίδιο, αλκυλαλογον-ίδιο, ιωδ-ίδιο) ή σε ονομασίες εστέρων με οργανικά οξέα (πρβλ. γλυκερ-ίδιο, φωσφατ-ίδιο). 2) Σε όρους της βιολογίας όπου εμφανίζεται —είτε ως απόδοση άλλων, ελληνογενών ή νεολατινογενών, συνήθως, όρων, είτε ως αντιδάνεια— σε ονομασίες: α) τών σταδίων ανάπτυξης τών μεταζώων (πρβλ. βλαστ-ίδιο, γαστρ-ίδιο, γον-ίδιο)
β) ορισμένων φυτικών γενών, οργάνων ή κυττάρων (πρβλ. ανθηρ-ίδιο, ανθηροζω-ίδιο, ακτιν-ίδιο, εσπερ-ίδιο).