οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
ἱερωστί και ιων. τ. ἱρωστί (Α)επίρρ. με ιερό τρόπο, ιερά, όσια, με ευσέβεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός (πρβλ. αγν-ωστί, νε-ωστί, ταχε-ωστί].