ἵννος
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
[Seite 1255] od. ἴννος, auch ἰννός geschr., = γίννος u. ὕννος.
ἴννος, ὁ (Α)
ο γίννος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μτγν. τ. της λ. γίννος, που έχει την ίδια σημ. Στη λατ. μαρτυρείται η δάνεια λ. hinnus].