ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
-ες (ΑΜ ἰλυώδης, -ες)γεμάτος ιλύ, λασπώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. ἰλύς + επίθημα -ώδης (πρβλ. ογκ-ώδης, πο-ώδης)].