λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
ἱμεράμπυξ, ἡ (Α)(ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτή που έχει «ἱμερόεσσαν ἄμπυκα», ωραίο διάδημα στα μαλλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + ἄμπυξ «διάδημα»].