ιμείρω
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
ἱμείρω και ἰμέρρω (Α)
1. επιθυμώ σφοδρά, ποθώ
2. επιθυμώ να κάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ίμερος].