ινοθώρακας

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual


ιατρ. το αποτέλεσμα της οργανώσεως μιας συλλογής υγρού στην κοιλότητα του υπεζωκότα υπό μορφή στερεού συνδετικού ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. αγγλ. fibrothorax < fibro- < fiber «ίνα» + thorax (πρβλ. θώραξ)].