ιματιοπλύτης
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
Greek Monolingual
ἱματιοπλύτης, ὁ (Α)
πλύστης, καθαριστής ιματίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + πλύτης (< πλύνω)].