θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ἰσόκαινος, -ον (Α)ίσος με νέον, όμοιος με νέον, νέος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + καινός «νέος»].