Ισπανός

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

ο, θηλ. Ισπανίδα (Α ἰσπανός, -ή, -όν)
ο κάτοικος της Ισπανίας ή αυτός που κατάγεται από την Ισπανία
αρχ.
1. ο ισπανικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱσπανόν
είδος λαδιού.