Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
ἰσχάριον, τὸ (Α)μικρό ισχίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κυν-άριον, παιδ-άριον)].