Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
-ή, -ό (Α ἰχθυϊκός, -ή, -όν) ιχθύς
νεοελλ.
αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια
αρχ.
1. ιχθυηρός
2. επιγρ. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ ἰχθυϊκή και τὰ ἰχθυϊκά
φόρος εισαγωγής ψαριών.