ἰσχνοποιός

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

German (Pape)

[Seite 1272] mager machend, Sp.

Greek Monolingual

ἰσχνοποιός, -όν (Μ)
αυτός που καθιστά κάτι ισχνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο-ποιός, θερμο-ποιός.