καβείριος

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

καβείριος, -ία, -ον (Α) Κάβειροι
1. καβειρικός
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Καβειρία
προσωνυμία της Δήμητρας από τους Καβείρους
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Καβείρια
τα μυστήρια τών Καβείρων
4. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ Καβείριον
ιερό, ναός τών Καβείρων.