καβείριος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
καβείριος, -ία, -ον (Α) Κάβειροι
1. καβειρικός
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Καβειρία
προσωνυμία της Δήμητρας από τους Καβείρους
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Καβείρια
τα μυστήρια τών Καβείρων
4. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ Καβείριον
ιερό, ναός τών Καβείρων.