καβειρικός

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καβειρικός, -ή, -όν, θηλ. και καβειριάς, -άδος) Κάβειροι
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Καβείρους.